σοφιστρίᾳ

σοφιστρίᾳ
σοφιστρίᾱͅ , σοφίστρια
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοφίστρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίστρια — ἡ, Α βλ. σοφιστής …   Dictionary of Greek

  • σοφιστρίας — σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem acc pl σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίστριαν — σοφίστρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՓԵՍՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0734 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.գ. ՍՈՓԵՍՏ ՍՈՓԵՍՏԷՍ ՍՈՓԵՍՏՈՍ. Բառ յն. սօֆիսդի՛ս. σοφιστής , իգ. σοφίστρια sophista, tria; doctus, sapiens, orator եւ deceptor, impostor. Իմաստակ. ուսումնասէր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”